Σαν σήμερα το 1878...
Στην Καλιφόρνια ο Black Bart, ο θρυλικός ληστής των ΗΠΑ, που συνήθιζε να αφήνει ποιήματα μετά τις ληστείες του, καταφέρνει να αποδράσει αφού πρώτα κλέβει ένα χρηματοκιβώτιο της εταιρείας Well Fargo (σήμερα είναι Τραπεζικός κολοσσός).
Το χρηματοκιβώτιο εντοπίζεται λίγο αργότερα δίχως χρήματα αλλά με ένα ποίημα του.
Γεννημένος στο Norfolk της Αγγλίας το 1829, μεταναστεύει μαζί με την πολυμελή οικογένεια του στα βόρεια της Νέας Υόρκης απ’ όπου και θα ανατραφεί τυπικά, σ’ ένα περιβάλλον, κατά βάση, αγροτικό.
Έχει μεσολαβήσει ένας γάμος σε ηλικία 25 ετών στο Ιλινόις με την Mary Elizabeth Johnson κι η απόκτηση τεσσάρων παιδιών με τους οποίους θα παραμείνει μαζί για ένα μεγάλο διάστημα ύστερα από την λήξη των πολεμικών επιχειρήσεων.
Ο Charles Boles, μεταλλάσσεται στον περιβόητο ληστή με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Black Bart, στον άνθρωπο - μύθο που άρπαζε τα χρηματοκιβώτια από τις ταχυδρομικές-εμπορικές άμαξες της εταιρίας Wells Fargo και συχνά άφηνε ποιήματα του μέσα σε αυτά.
‘Μακρόσυρτη η κούραση για να ‘χω το ψωμί μου
να έχω την τιμή μου και άλλους θησαυρούς
μα στου καλαμποκιού το θέρισμα είδα τους εκδορείς μου
κάποιους καλλίκομους πουτάνας-γιους.
Στη σκηνή του εγκλήματος εμφανιζόταν φορώντας ένα μακρύ, λινό, ένδυμα σε μέγεθος καπαρντίνας, ώστε να κρύβει τα ρούχα του, ενώ το πρόσωπο του ήταν καλυμμένο με ένα διαμορφωμένο τσουβάλι ή σακί περασμένο στο κεφάλι του. Ως ένας ιδιότροπος μασκοφόρος, απειλώντας με ένα όπλο που δε χρησιμοποιούσε και χωρίς να πειράξει ποτέ κάποιον επιβάτη, διέπραττε με ευγενέστατο τρόπο τη κλοπή του: ‘Σας παρακαλώ, πετάτε κάτω το κουτί;’ φέρεται να έλεγε στον οδηγό της άμαξας σύμφωνα με μαρτυρίες του καιρού.
Αλλά και ένα ακόμη περιστατικό σύμφωνα με οποίο μια γυναίκα επιβάτης, καθώς ήταν ταραγμένη από το συμβάν της ληστείας, πετάει έξω από την άμαξα το πορτοφόλι της. Ο Bolles αμέσως σκύβει να το πιάσει και να της το επιστρέψει λέγοντας της:
‘Δεσποινίς μου, δεν επιθυμώ τα χρήματα σας. Αποδέχομαι μόνο τις υπηρεσίες της Wells Fargo’.
Ένα γράμμα άλλωστε προς τη γυναίκα του, πριν ακόμα ο Bolles περάσει στην παρανομία, το μαρτυρεί. Σύμφωνα με το γράμμα, συνέβη ένα επεισόδιο μεταξύ αυτού και ανθρώπων της εταιρίας Wells Fargo το οποίο τον είχε εξοργίσει σε τόσο μεγάλο βαθμό ώστε ορκίστηκε πως μια μέρα θα του το πληρώσουν. Σίγουρα πήρε την εκδίκηση του.
Σ’ αυτό το μέρος θα ριχτώ για να πλαγιάσω
το αύριο να καρτερώ με αγωνία
ακόμα και να νικηθώ, ακόμα κι αν νικήσω
ατάραχη θα μένει η πικρία.
Θα το ρισκάρω, ας έλθουν τα μελλούμενα
χειρότερη ζωή πως μπορεί να ‘ρθει;
Κι αν στο κιβώτιο βρεθούνε χρήματα
Χα! Τα φράγκα αυτά στο πορτοφόλι.
O Charles Bolles ως ποιητής του εγκλήματος στην Άγρια Δύση, ως ένας δάνδης της παρανομίας, θα συλληφθεί το Νοέμβριο του 1883 καθώς διέπραττε την εικοστή όγδοη ληστεία του, στο μέρος που κατά σύμπτωση ήταν το ίδιο με αυτό που είχε πραγματοποιήσει άλλη μια ληστεία του, την πρώτη, οχτώ χρόνια πριν. Στη τελευταία, αυτή, απόπειρα του θα δεχτεί πυροβολισμούς, θα τραυματιστεί και θα αναγκαστεί να διαφύγει αφήνοντας πίσω του σημαντικά ίχνη. Κι αυτά θα οδηγήσουν λίγες μέρες αργότερα τους επιθεωρητές στο τόπο της κατοικίας του για να τον συλλάβουν, λύνοντας ταυτόχρονα το γρίφο της εποχής.
Θα καταδικαστεί σε φυλάκιση έξι ετών όπου λόγω καλής διαγωγής θα αποφυλακιστεί λίγο νωρίτερα. Την ημέρα της αποφυλάκισης του, ρεπόρτερ της εποχής τον περίμεναν στην έξοδο και άρχισαν τις ερωτήσεις. Μία εξ’ αυτών ήταν αν θα συνεχίσει να ληστεύει άμαξες: ‘Όχι κύριοι, εγώ με το έγκλημα τελείωσα’ απάντησε με σαφώς κλονισμένη την υγεία του. Η επόμενη ερώτηση αφορούσε τη ποίηση του και το αν θα συνέχιζε να γράφει: ‘Μα δε με ακούσατε; Σας είπα κύριοι. Εγώ με το έγκλημα τελείωσα.’
Αυτή ήταν η τελευταία του εμφάνιση στο καρνέ της ιστορίας. Από τότε κανείς δε τον ξανάδε ζωντανό...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου