Εικοσιπέντε χρόνια ζωής γιορτάζει το μουσείο του Ζίγκμουντ Φρόιντ στη βρετανική πρωτεύουσα.
Ο Σίγκμουντ Φρόυντ γεννήθηκε στη σημερινή πόλη της Τσεχίας Πρζίμπορ, που αποτελούσε την εποχή εκείνη τμήμα της Αυστρίας. Ήταν εβραϊκής καταγωγής και σύμφωνα με τη σύντομη αυτοβιογραφία που έγραψε το 1925, η οικογένεια του πατέρα του ήταν παλαιότερα εγκατεστημένη στη Ρηνανία, πριν εγκαταλείψει την περιοχή μετά από αντισημιτικό διωγμό. Η γέννησή του ακολούθησε δύο μήνες μετά το θάνατο του παππού του, Σάλομον Φρόυντ, γεγονός που θεωρήθηκε ιδιαίτερης σημασίας και για το λόγο αυτό του δόθηκε εκτός από το γερμανικό όνομα Σίγκμουντ, το εβραϊκό όνομα Σάλομον (Salomon) που έφερε ο παππούς του. Ο πατέρας του, Γιάκομπ Φρόυντ (1815-96), ήταν έμπορος μαλλιού και απέκτησε τον Σίγκμουντ στη διάρκεια του δεύτερου γάμου του με την Amalie Nathansohn (1835-1930), μαζί με άλλους δύο γιους και πέντε κόρες.
Σε ηλικία τριών ετών, ο Φρόυντ μετακόμισε με την οικογένεια του στη Λειψία και ένα χρόνο αργότερα στη Βιέννη, όπου και έζησε μέχρι το 1938. Κυριότερες αιτίες για τη μετεγκατάσταση της οικογένειας υπήρξε από τη μία πλευρά η παρατηρούμενη ανεργία, εξαιτίας της κρίσης του εμπορικού κλάδου, και από την άλλη ο ανερχόμενος τσεχικός εθνικισμός που στράφηκε εναντίον των γερμανόφωνων Εβραίων.
Για την περίοδο των παιδικών χρόνων του Φρόυντ, διαθέτουμε λίγες πληροφορίες, ενώ ούτε ο ίδιος καταπιάστηκε με αυτή στα γραπτά του. Σχετικά με τη θρησκευτική ανατροφή του, επιβεβαιώνεται πως ήταν από νωρίς εξοικειωμένος με τα ιουδαϊκά έθιμα, ενώ ήρθε επίσης σε επαφή με την καθολική λειτουργία υπό την επίδραση της καθολικής γκουβερνάντας του. Από νεαρή ηλικία, έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη μελέτη της Βίβλου, η οποία, όπως ο ίδιος σημείωσε στην αυτοβιογραφία του άσκησε διαρκή επίδραση πάνω του, αν και σε όλη τη διάρκεια της ζωής του παρέμεινε αντίθετος με όλους τους θρησκευτικούς κανόνες, υιοθετώντας τελικά μία αθεϊστική στάση ζωής, χωρίς ωστόσο να απολέσει τη συναίσθηση της εβραϊκής του καταγωγής. Ήδη από τα παιδικά του χρόνια έδειξε να διαθέτει σημαντικές διανοητικές ικανότητες, ενώ ήταν άριστος και πειθαρχημένος μαθητής. Την εκπαίδευσή του ανέλαβαν αρχικά οι γονείς του, πριν σταλεί σε ένα άγνωστο ιδιωτικό σχολείο. Σε ηλικία εννέα ετών πέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις του γυμνασίου Sperl, όπου ξεχώρισε για τις επιδόσεις του και αποφοίτησε με τη διάκριση summa cum laude. Διέθετε κλίση στις γλώσσες και μεγάλη ευχέρεια στα Λατινικά, τα Αρχαία Ελληνικά, τα Γαλλικά και τα Αγγλικά.
Αναγνωρίζεται ως ένας από τους πλέον βαθυστόχαστους αναλυτές του 20ου αιώνα που μελέτησε και προσδιόρισε έννοιες όπως το ασυνείδητο, την απώθηση και την παιδική σεξουαλικότητα.
Το φθινόπωρο του 1873 ξεκίνησε σπουδές ιατρικής στη σχολή του Πανεπιστήμιο της Βιέννης. Πέρα από τα καθιερωμένα μαθήματα που απαιτούνταν, παρακολούθησε επίσης με ενδιαφέρον διαλέξεις στη φιλοσοφία. Το Μάρτιο του 1876, ανέλαβε την πρώτη του πρωτότυπη έρευνα, υπό την επίβλεψη του καθηγητή ζωολογίας Καρλ Κλάους, ο οποίος ήταν επικεφαλής του Ινστιτούτου Συγκριτικής Ανατομίας. Ο Φρόυντ υπήρξε ένας από τους πρώτους επιστήμονες που χρηματοδοτήθηκαν για έρευνα στον Ζωολογικό Πειραματικό Σταθμό που είχε ιδρυθεί στην Τεργέστη. Στα πλαίσια της έρευνάς του, ασχολήθηκε με τη θαλάσσια ζωολογία και ειδικότερα με το πρόβλημα της γοναδικής δομής των χελιών. Στο τέλος του τρίτου έτους σπουδών του, ξεκίνησε η συνεργασία του με τον φυσιολόγο Ερνστ Βίλελμ φον Μπρύκε (Ernst von Brücke), ο οποίος αποτελούσε εκπρόσωπο της σχολής φυσιολογίας του Helmholtz, η οποία προσπαθούσε να εξηγήσει όλα τα φαινόμενα στη βάση φυσικοχημικών διεργασιών. Το 1876 έγινε δεκτός στο Ινστιτούτο Φυσιολογίας του Μπρύκε στο πανεπιστήμιο, όπου εργάστηκε κατέχοντας τον τίτλο του famulus, αποτελώντας ερευνητή φοιτητή. Ο Φρόυντ ερεύνησε ένα γένος ψαριών (πετρόμυζον), και ειδικότερα ένα ιδιόμορφο κύτταρό τους, που είχε νωρίτερα ανακαλυφθεί. Η εργασία του εντασσόταν στα πλαίσια ενός ευρύτερου προβληματισμού, σχετικά με το ερώτημα της εποχής εκείνης αν το νευρικό σύστημα των ανώτερων ζώων διαφέρει από εκείνο των κατώτερων. Η έρευνά του κατέληξε σε μία ανακάλυψη ιδιαίτερης σημασίας, καθώς αποδείκνυε πως τα κύτταρα του νευρικού συστήματος των κατώτερων ζώων εμφάνιζαν μία συνέχεια με εκείνα των ανώτερων. Το 1878, παρουσιάστηκε από τον Brücke στην Ακαδημία και λίγο αργότερα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό που εξέδιδε. Το επόμενο διάστημα ασχολήθηκε με το ίδιο γενικό πρόβλημα και υπήρξε ο πρώτος που παρατήρησε το θεμελιώδες χαρακτηριστικό των νευρικών ινών, πως οι κυλινδράξονές τους είναι ανεξαιρέτως ινιδιακοί σε ότι αφορά τη δομή τους. Σύμφωνα με το μαθητή και φίλο του Φρόυντ, Έρνεστ Τζόουνς, οι μελέτες του θα μπορούσαν να τον οδηγήσουν μεταξύ των πρωτοπόρων της νευρωνικής θεωρίας, αν ο ίδιος δεν περιόριζε τις σκέψεις του στις «λογικές και όχι απώτερες συνέπειές τους»[1].
Το 1879 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία, διάρκειας ενός έτους, και στις 30 Μαρτίου 1881 απέκτησε το διδακτορικό του δίπλωμα, αριστεύοντας στις τελικές εξετάσεις. Σε σχέση με την κανονική διάρκεια σπουδών της εποχής εκείνης, ο Φρόυντ καθυστέρησε σημαντικά στη λήψη του διπλώματός του, πιθανώς εξαιτίας της ερευνητικής του δραστηριότητας, η οποία όπως ανέφερε ο ίδιος σε επιστολή του αποτελούσε εμπόδιο στη μελέτη του[2]. Το επόμενο διάστημα συνέχισε να εργάζεται στο Ινστιτούτο Φυσιολογίας του Brücke, γεγονός που θεωρείται ενδεικτικό της κλίσης του προς την έρευνα και της αποστροφής του προς την άσκηση της ιατρικής. Η θεωρητική του σταδιοδρομία έλαβε τέλος το 1882, όταν εξαιτίας της οικονομικής του κατάστασης αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη θέση του στο ινστιτούτο, προκειμένου να εργαστεί ως γιατρός στο Γενικό Νοσοκομείο της Βιέννης, όπου θα εξασφάλιζε περισσότερα χρήματα. Στην απόφαση αυτή συνέβαλε και η επιθυμία του να παντρευτεί την Μάρθα Μπέρναϋς (1861-1951), με την οποία είχε αρραβωνιαστεί τον Ιούνιο του 1882 και κατ' επέκταση η ανάγκη του να είναι σε θέση να συντηρήσει μία οικογένεια. Αρχικά επέλεξε να ενταχθεί στα τμήματα που άπτονταν της χειρουργικής, παραμένοντας σε αυτά για δύο μόλις μήνες. Στη συνέχεια εργάστηκε για έξι μήνες στο τμήμα παθολογίας του διακεκριμένου ιατρού Χέρμαν Νότναγκελ, πριν μετατεθεί τελικά στην ψυχιατρική κλινική, στην οποία ήταν επικεφαλής ο διευθυντής του νοσοκομείου Theodor Meynert (1833-92), διακεκριμένος ανατόμος της εποχής. Τον Οκτώβριο του 1883 μετακινήθηκε εκ νέου, αυτή τη φορά στο δερματολογικό τμήμα. Ο Φρόυντ επιθυμούσε να αποκτήσει εμπειρία ειδικότερα στις συφιλιδικές ασθένειες, καθώς η σύφιλη συνδεόταν με τις παθήσεις του νευρικού συστήματος. Στις αρχές του 1884 εργάστηκε επίσης στο τμήμα των νευρικών ασθενειών (Nervenabteilung) όπου αποκόμισε σημαντική εμπειρία.
Οι μελέτες που πραγματοποίησε ο Φρόυντ στο Γενικό Νοσοκομείο, σχετικά με την κλινική χρήση της κοκαΐνης θεωρούνται ιδιαίτερα σημαντικές και χαρακτηρίζουν την αποκαλούμενη «περίοδο της κοκαΐνης» (1884-87). Η πρώτη αναφορά του Φρόυντ πάνω στη χρήση της ουσίας χρονολογείται στις 21 Απριλίου του 1884, όταν σε μία επιστολή του ανακοίνωσε το ενδιαφέρον του στην αναζήτηση πιθανών χρήσεών της σε περιπτώσεις καρδιοπάθειας ή νευρικής κατάπτωσης. Με βάση την προσωπική του εμπειρία πάνω στη χρήση της, αλλά και δοκιμές που πραγματοποίησε, ολοκλήρωσε μία μελέτη με τίτλο Περί κοκαΐνης (Über Coca) που εκδόθηκε το 1885. Ο Φρόυντ κατέληγε πως η κοκαΐνη ήταν κατάλληλη για χρήση σε περιπτώσεις νευρασθενειών, δυσπεψίας, καθώς και ικανή να αντικαταστήσει τη μορφίνη. Υπέδειξε επιπλέον ένα μηχανισμό δράσης της, ο οποίος επιβεβαιώθηκε αργότερα, σύμφωνα με τον οποίο, η ουσία δρα διεγερτικά, αναστέλλοντας την επενέργεια των παραγόντων που καταστέλλουν τα σωματικά αισθήματα. Η μελέτη του Φρόυντ έστρεψε την προσοχή των ιατρών στην κοκαΐνη και λίγους μήνες αργότερα, ο οφθαλμολόγος Καρλ Κόλερ επέκτεινε τη χρήση της ανακαλύπτοντας πως λειτουργεί αναισθητικά στο μάτι. Ο Φρόυντ χορήγησε κοκαΐνη στον φίλο και δάσκαλό του Ερνστ Φλάισλ φον Μάρξοφ. Ο Φλάισλ είχε εθιστεί στη μορφίνη, την οποία χρησιμοποιούσε για να αντιμετωπίσει τον πόνο εξαιτίας συνεχούς νεοπλασίας νευρωμάτων στον ακρωτηριασμένο, λόγω μόλυνσης, αντίχειρά του. Ο Φρόυντ πίστευε πως με τη χορήγηση κοκαΐνης θα ξεπερνούσε τον εθισμό του στη μορφίνη, ωστόσο οδήγησε σε χειρότερο εθισμό και χρόνια δηλητηρίαση. Από τον Ιούλιο του 1885 έκαναν την εμφάνισή τους επιθετικές κριτικές στον Φρόυντ, σε σχέση με την θέση του υπέρ της κλινικής χρήσης της κοκαΐνης, κατηγορούμενος δημόσια πως εξαπέλυε την «τρίτη μάστιγα της ανθρωπότητας» (μαζί με το αλκοόλ και τη μορφίνη).
Οι επιστημονικές θεωρίες του Φρόυντ και οι τεχνικές θεραπείας που ανέπτυξε θεωρήθηκαν ιδιαίτερα καινοτόμες και αποτέλεσαν αντικείμενα έντονης αμφισβήτησης όταν παρουσιάστηκαν στη Βιέννη του 19ου αιώνα. Ωστόσο και σήμερα συνεχίζουν να εγείρουν έντονο προβληματισμό και αντιπαραθέσεις. Η επίδραση του Φρόυντ δεν περιορίστηκε μόνο στην ψυχολογία και την ψυχιατρική, αλλά ταυτόχρονα απλώθηκε σε πολλούς τομείς της επιστήμης (ανθρωπολογία, κοινωνιολογία, φιλοσοφία) και της τέχνης.
Το μεγάλο κτίριο του 20ού αιώνα με το χαρακτηριστικό λονδρέζικο τούβλο, στο βόρειο Λονδίνο, είναι ο χώρος όπου ο Φρόιντ πέρασε τον τελευταίο χρόνο της ζωής του, έχοντας φύγει από την Βιένη το 1938 και προτού πεθάνει στις 23 Σεπτεμβρίου του 1939 σε ηλικία 83 ετών.
Η Άννα Φρόιντ, η νεότερη από τα έξι παιδιά του, η οποία έγινε επίσης ψυχαναλύτρια, είχε φροντίσει πριν από το θάνατό της το 1982 να μετατραπεί το σπίτι σε μουσείο, κάτι που τελικά έγινε το 1986.
Το μουσείο σήμερα δέχεται περίπου 20.000 επισκέπτες το χρόνο, σύμφωνα με την διευθύντριά του Κάρολ Σίγκελ.
Οι επισκέπτες στο μουσείο μπορούν να δουν από κοντά το διάσημο ντιβάνι στο γραφείο του, όπου έκαναν ψυχανάλυση οι ασθενείς του καθώς και τη συλλογή του από μεγάλης αξίας αρχαία αντικείμενα.
Πολλά από αυτά εκτίθενται στο γραφείο και στη βιβλιοθήκη του, όπως εκτίθενται και το παλτό του, οι μπότες του και η βέρα του.
Το μουσείο επίσης φιλοξενεί σύγχρονες εκθέσεις τέχνης, που σχετίζονται με τις φροϋδικές έννοιες, ενώ στους χώρους του προβάλλεται και ένα σύντομο ντοκιμαντέρ για τη ζωή και την οικογένειά του με αφήγηση της Άννας Φρόιντ.
EΔΩ, οι επίσημες ιστοσελίδες του μουσείου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου