Τρίτη 2 Ιουνίου 2020

Στην Αστυπάλαια, για να ξεχάσουμε το άγχος

Δεν έχει τη φήμη της Μυκόνου και της Σαντορίνης. Στη λοιπή Ελλάδα πολλοί ούτε καν γνωρίζουν ότι ανήκει στα Δωδεκάνησα. Τη νομίζουν Κυκλαδονήσι. Ίσως επειδή βρίσκεται πολύ κοντά στην Αμοργό. Όμως οι πιστοί της Αστυπάλαιας δεν αλλάζουν με τίποτα τις ομορφιές της και το χαλαρό τρόπο ζωής που τους προσφέρει. Και θεωρούν τους εαυτούς τους πολύ τυχερούς όταν βρουν ένα δωμάτιο με θέα το θρυλικό της κάστρο.
Οι αρχαίοι την αποκαλούσαν «Τράπεζα των Θεών», για τα πολλά μυροβόλα λουλούδια και για τους πλούσιους καρπούς της. Όπως και τώρα έτσι και τότε, το μέλι της ήταν ονομαστό. Ίσως δεν το ξέρετε: στο νησί δεν υπάρχουν φίδια, κάτι που και επιστημονικά είναι ανεξήγητο. Το κατέγραψε και ο Αριστοτέλης με τα λόγια «εχθράν είναι τοις όφεσιν η των Αστυπαλαίων γη». Υπάρχει όμως κυνήγι. Όχι βέβαια τόσο ώστε να πηγαίνουν Νεμρώδ από άλλα νησιά. Οι Ρωμαίοι οι οποίοι από κάθε τόπο εκτιμούσαν πάνω απ’ όλα τα φαγητά του, ονόμασαν την Αστυπάλαια «Ι χ θ υ ό ε σ σ α» για τα πολλά και καλά ψάρια της.
Κατά τους αρχαίους χρόνους το νησί θα πρέπει να παρουσίασε ιδιαίτερη ακμή, όπως μαρτυρούν συχνές αναφορές σε κείμενα αρχαίων συγγραφέων και νομίσματα. Τα ευρήματα εκτίθενται στο αρχαιολογικό μουσείο που λειτουργεί στον Πέρα Γιαλό. Μικρό μεν, αλλά κρύβει θησαυρούς που βρέθηκαν σε ολόκληρο το νησί, από τα πρώτα χρόνια έως τον Μεσαίωνα. Τα κυριότερα σημεία περιλαμβάνουν προσφορές από δύο μυκηναϊκούς τάφους και ένα μικρό χάλκινο ρωμαϊκό άγαλμα της Αφροδίτης.
Η Αστυπάλαια πήρε το όνομά της από την κόρη του Φοίνικα και της Περιμήδης, που ήταν και αδελφή της Ευρώπης. Από την ένωση της Αστυπάλαιας με τον Ποσειδώνα γεννήθηκε ο Αργοναύτης Αγκαίος και ο βασιλιάς της Κω Ευρύπυλος. Πρώτοι κάτοικοι της ήταν οι Κάρες, που την ονόμασαν Πύρα, από το κοκκινωπό χρώμα των βράχων της. Το νησί ταξίδεψε μέσα στους αιώνες με το ίδιο όνομα. Μικρές μόνο παραφθορές την εμφανίζουν και ως Αστουπαλιά, Αστυνέα και Στυπαλία. Όμως οι ντόπιοι συνηθίζουν να τη λένε ως τις μέρες μας Αστροπαλιά.
Το νησί πέρασε από την κατοχή της Κρήτης την εποχή του Μίνωα. Αργότερα εξελληνίστηκε από αποίκους που ήλθαν από τα Μέγαρα. Κατά την ελληνιστική εποχή υπήρξε λιμάνι – σταθμός των Πτολεμαίων της Αιγύπτου και κατά τη Ρωμαϊκή εποχή παρουσίασε σημαντική ανάπτυξη χάρη στα πολλά λιμάνια της τα οποία αποτελούσαν ορμητήριο κατά των πειρατών. Στους Βυζαντινούς χρόνους η έξαρση της πειρατείας άλλαξε την οικιστική δομή των νησιών, με την παρακμή των παράλιων οικισμών, τη μετακίνηση των κατοίκων στο εσωτερικό και την οικοδόμηση κάστρων για προστασία. Στην εποχή αυτή ανήκει και το κάστρο του Αγίου Ιωάννη στη νοτιοδυτική ακτή, λείψανα του οποίου υπάρχουν μέχρι σήμερα.
Η περίοδος με το εντονότερο σημάδι που διασώζεται ως τις μέρες μας είναι της Ενετοκρατίας. Μετά την κατάλυση του βυζαντινού κράτους από τους Φράγκους το 1204 και τη δημιουργία του Δουκάτου της Νάξου, ο Βενετός ιδρυτής του Μάρκος Σανούδας παραχώρησε την Αστυπάλαια στον επίσης Βενετό ευγενή Ιωάννη Κουιρίνι. Αυτός ήταν ιδρυτής και πρώτος ιδιοκτήτης ενός οικήματος το οποίο αποτέλεσε τον πυρήνα του σημερινού οικισμού. Οι Βενετοί έμειναν από το 1207 μέχρι το 1269, χρονιά που οι Βυζαντινοί ανακατέλαβαν το νησί. Είναι βέβαιο πως όταν πάτε στην Αστυπάλαια θα επισκεφθείτε το βενετσιάνικο κάστρο των Κουιρίνι. Εδώ δεν πρέπει να αρκεστείτε μόνο σε φωτογραφίες. Αφήστε τη φαντασία σας ελεύθερη και ταξιδέψετε σε άλλες εποχές.
Το 1310, ο δεύτερος Ιωάννης Κουιρίνι, ηγεμόνας της Τήνου και της Μυκόνου, απόγονος του πρώτου, κυρίευσε ξανά την Αστυπάλαια με τη βοήθεια του Μάρκου Γριμάνι. Οι Κουιρίνοι έμειναν κυρίαρχοι του νησιού για σχεδόν 300 χρόνια. Ο καθένας με τη σειρά του ανακαίνιζε και μεγάλωνε το Κάστρο. Πλάκες με τα οικόσημα των ευγενών βενετσιάνων που το έκτισαν και το κατοίκησαν, εντοιχισμένες σε διάφορα σημεία, μιλούν για τα περασμένα μεγαλεία. Μια από αυτές υπάρχει εντοιχισμένη ως τις μέρες μας. Την τοποθέτησαν τον Μάρτιο του 1413, ημέρα που ήταν αφιερωμένη στον προστάτη τους Άγιο Κουερίνι, ο Ιωάννης Δ΄ Κουιρίνι «κόμης της Αστυνέας» και η γυναίκα του Ισσαβέτα. Οι Βενετοί έχασαν την Αστυπάλαια το 1537 όταν ενέσκηψε στα νησιά ο φοβερός πειρατής Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα .
Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας το νησί είχε εξασφαλίσει προνόμια και ζούσε αυτοδιοικούμενο. Πήρε μέρος στην Επανάσταση του 1821, αλλά όπως και τα άλλα Δωδεκάνησα έμεινε υπό τουρκική κατοχή, ακολούθησε η ιταλική και τελικά επανεντάχθηκε στον εθνικό κορμό στις 7 Μαρτίου 1948.
Η πιο συνήθης ώρα να φτάσεις με το πλοίο είναι βράδυ. Η ταλαιπωρία του ταξιδιού αποζημιώνεται καθώς μέσα στη μαύρη σκοτεινιά, μόλις το πλοίο στρίψει το ακρωτήρι της Χειλούς, βλέπεις έκθαμβος το φωτισμένο κάστρο να αιωρείται στο διάστημα. Αν φτάσετε αεροπορικώς το θέαμα είναι διαφορετικό. Πετώντας μπορείτε να δείτε τη Σύρνα, ακόμα πιο νότια τη Ζαφορά και καθώς ετοιμάζεστε για προσγείωση, την Αγία Κυριακή με το εκκλησάκι στην κορυφή, το Λιγνό, το Χονδρό νησί, τον Κουτσομύτη, τους Κουνουπούς, τα Φωκονήσια και τη Σκρόφα.
Η ομορφιά , η χρωματική αρμονία και οι λιτές γραμμές συνθέτουν το νησί. Κυριαρχεί το μπλε του παραδείσου, πασαλειμμένο με το πράσινο ενός φίνου σμαραγδιού. Μέχρι το 19ο αι. η Χώρα ήταν ο μοναδικός οικισμός των νεώτερων χρόνων της Αστυπάλαιας. Οι άλλοι οικισμοί που σήμερα υπάρχουν, δημιουργήθηκαν στη θέση αγροικιών και είναι το Λιβάδι και η Ανάληψη ή Μαλτεζάνα κατά τους Ιταλούς.
Στη Χώρα συγκεντρώνεται το σύνολο σχεδόν της ζωής του νησιού. Είναι χτισμένη πάνω σε μια χερσόνησο που λούζεται σε δυο απάνεμους κόλπους, τον Πέρα Γιαλό αριστερά καθώς κοιτάμε στο πέλαγος και το Λιβάδι δεξιά.
Εδώ ψηλά στα δρομάκια για το Βενετσιάνικο Κάστρο, όλα αποκτούν την ανταύγεια της υπέρβασης. Το Κάστρο με τις δυο κατάλευκες εκκλησίες στέκει αγέρωχο στην κορυφή της χερσονήσου, σηματοδοτώντας την αρχή της εξέλιξης του οικισμού. Οι αέρηδες ανακατώνουν το άρωμα των αιώνων με τη μυρωδιά του φασκόμηλου. Κοιτάζουμε μέσα από τα άδεια παράθυρα και τις πολεμίστρες. Όλο το νησί μπροστά μας, από τον Αγ. Κωνσταντίνο και το ακρωτήρι Εχειλή, ως τη Μαλτεζάνα και τον Πούλαρη. Κι ολόγυρα νησάκια και βραχονησίδες σαν πατημασιές στο Αιγαίο. Τα Φωκονήσια, η Ποντικούσα, η Οφιδούσσα και οι Κουνούποι.
Το Κάστρο καταλαμβάνει ολόκληρο το πλάτωμα στην κορυφή του λόφου. Στη νότια πλευρά υπάρχει ένας πολεμικός πύργος γνωστός με το όνομα «Σεράϊ» και ανάμεσα στις σκόρπιες κολώνες και τις πελεκητές πέτρες είναι κτισμένες δυο όμορφες εκκλησίες: Η Παναγιά του Κάστρου και ο Άγιος Γεώργιος. Η πρώτη είναι κτισμένη το 1853. Στο εσωτερικό της υπάρχει η κτητορική επιγραφή του 1413 και οι θυρεοί των Γκουερίνι. Η δεύτερη κτίσθηκε το 1790.
Θαρρείς και βρίσκομαι σ ένα τόπο που συναντάει το Θεό σε κάθε στροφή. Ξεχωριστό στολίδι της Χώρας είναι οι οκτώ συντηρημένοι ανεμόμυλοι. Κοντά στους ανεμόμυλους και λίγο πιο πάνω από το Δημαρχείο ξεκινούν οι δυο βασικοί δρόμοι που οδηγούν στο Κάστρο. Ο καθένας οδηγεί και σε μια ονομαστή εκκλησία, τη Μονή της Παναγίας της Πορταΐτισσας προς την πλευρά του Λιβαδιού και στη Μεγάλη Παναγιά με βοτσαλοστρωμένη αυλή προς την πλευρά του Πέρα Γιαλού.
Η Παναγία η Πορταΐτισσα αποτελεί το μεγαλύτερο προσκύνημα του νησιού και είναι αφιερωμένη στην Πορταΐτισσα της Μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους. Άρχισε να κτίζεται το 1762 από τον τυφλό Όσιο Άνθιμο από την Κεφαλλονιά, ο οποίος προηγουμένως είχε κτίσει τις Μονές Ζωοδόχου Πηγής στη Σίκινο και του Αγίου Γεωργίου στο Καστελόριζο. Η ανέγερση της κράτησε εννιά χρόνια και στη διάρκειά της η παράδοση μιλά για πολλά θαύματα. Κοντά στη Μονή λειτουργεί εκκλησιαστικό μουσείο με σπάνια κειμήλια εξαιρετικής τέχνης.
Στη μέση περίπου του νησιού η στεριά στενεύει τόσο πολύ που μια λωρίδα γης μόλις 100 μέτρων συνδέει τα δυο τμήματα. Το Στενό, όπως το λένε οι ντόπιοι, χωρίζει την Αστυπάλαια στο ανατολικό Μέσα Νησί και στο δυτικό Έξω Νησί. Η Χώρα βρίσκεται στο Έξω νησί και ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος για το Μέσα Νησί περνά δίπλα από τις διαδοχικές παραλίες Μαρμάρι, Στενό, Πλάκες, Μπλέ Λιμανάκι και φτάνει, μετά από 9 χλμ. συνολικής διαδρομής, στην Ανάληψη ή Μαλτεζάνα.
Η Μαλτεζάνα, λένε, πήρε το όνομά της γιατί την πρωτοκατοίκησαν Μαλτέζοι πειρατές. Είναι παραθεριστικός οικισμός, όπου αράζουν αρκετά ψαροκάϊκα. Ο επισκέπτης μπορεί να δει τα σπουδαίας αρχαιολογικής σημασίας Πρωτοχριστιανικά λουτρά του Ταλλαρά. Είναι περίπου αφημένα στην τύχη τους, αλλά αξίζει η διείσδυση ανάμεσα σε άγρια χόρτα και συρματοπλέγματα. Επίσης μπορείτε να δείτε τα ρωμαϊκά ψηφιδωτά στο προαύλιο της Αγίας Βαρβάρας που είναι καταπληκτικά. Φυσικά ξεχωρίζει ο ζωδιακός κύκλος. Στην Κύλιντρα, συναντάμε μια μεγάλη σωστική ανασκαφή. Εδώ βρέθηκε το μοναδικό στον κόσμο βρεφικό νεκροταφείο (του 750 π.Χ.).
Μετά τη Μαλτεζάνα ασφαλτοστρωμένος δρόμος καταλήγει στο Σχοινώντα. Από εκεί βατός χωματόδρομος ανηφορίζει για τον όρμο Βαθύ, προσφέροντας την πανοραμική θέα του κόλπου Βάϊ. Στο Βαθύ μπορείτε να πάτε και με βάρκα. Πριν το Βαθύ ένας δύσκολος χωματόδρομος καταλήγει στο Μοναστήρι της Παναγιάς της Πουλαριανής. Επιστρέφοντας στο «Έξω νησί», μετά το Στενό, αρχίζει ο χωματόδρομος που οδηγεί στο λιμανάκι του Άγιου Ανδρέα (1 χλμ.).
Μία άλλη διαδρομή που θα ξεκουράσει το μάτι του επισκέπτη αρχίζει από τη Χώρα και περνά τα βουνά του «Έξω νησιού» με τα διάσπαρτα λευκά εκκλησάκια. Σ αυτή τη διαδρομή είναι το Μοναστήρι της Φλεβαριώτισσας, που γιορτάζει 2 Φεβρουαρίου και η μέρα αυτή είναι το χειμερινό ραντεβού των Αστυπαλιωτών απ’ όλο τον κόσμο. Στο τέρμα αυτής της διαδρομής είναι η περιοχή του Άγιου Ιωάννη (10 χλμ.), όπου εκτός από το κατάλευκο εκκλησάκι θα σας συναρπάσει η θέα με τα περιβόλια, τις πηγές και την υπέροχη παραλία. Δεξιά από το εκκλησάκι, ψηλά στην άκρη του βουνού, υπάρχουν τα ερείπια του παλιού κάστρου.
Μια από τις πιο όμορφες περιοχές στο νησί είναι το Λιβάδι. Τα σπίτια πνιγμένα στα λουλούδια, ενώ η παραλία έχει φόντο το Κάστρο. Από εδώ ξεκινά βατός χωματόδρομος που οδηγεί στην απομονωμένη παραλία των γυμνιστών Τζανάκι, στο νοτιοδυτικό μέρος του νησιού με τα απίστευτα νερά και την επιβλητική εικόνα της Χώρας ακριβώς απέναντι. Αφού περάσετε μικρούς όρμους και την παραλία του Πάππου θα καταλήξετε στην αμμουδερή θάλασσα του Αγίου Κωνσταντίνου με φόντο το ονειρεμένο σκηνικό της Χώρας.
Ήσυχες και ξεχασμένες από τα φασαριόζικα πλήθη είναι όλες σχεδόν οι παραλίες. Ακριβώς κάτω από τη Χώρα θα συναντήσετε την πιο οργανωμένη παραλία του νησιού, το Λιβάδι με ταβερνάκια και ενοικιαζόμενα δωμάτια.
Στις Βάτσες, αν δεν έχει αέρα, θα μαγευτείτε από το άγριο τοπίο, ενώ τα Καμινάκια εντυπωσιάζουν με τις μικρές σπηλιές και τους όμορφους σχηματισμούς στους βράχους.
Άλλη μια επιλογή για κολύμπι είναι ο Άγιος Ιωάννης, όπου θα φτάσετε μόνο από τη θάλασσα ή από δύσβατο μονοπάτι.
Στη διάθεσή σας υπάρχουν ακόμη το Μαρμάρι, η παραλία της Μαλτεζάνας, ο Σχοινώντας, το Καρέκλι, η Βρύση, το Στενό και η Ψιλή Άμμος. Στα Καμινάκια, μετά το μπάνιο θα δοκιμάσετε στην ταβέρνα γίδα βραστή και στις Βάτσες θα θαυμάσετε ένα σπήλαιο με σταλακτίτες και σταλαγμίτες.
Οι Πλάκες είναι μια παραλία που δεν θα ξεχάσετε ποτέ. Στο Μπλε Λιμανάκι τα νερά είναι σε αποχρώσεις του σμαραγδιού - θα μπορούσε να λεγόταν και «Πράσινο Όνειρο». Απαραίτητα αξεσουάρ το μαγιό για να δροσίζεσαι κι ένα βιβλίο για να διαβάζεις με τις ώρες.
Στο σημείο αυτό να προσθέσουμε πως η Αστυπάλαια δεν θα απογοητεύσει ούτε τους φίλους του εναλλακτικού τουρισμού. Έχει πολύ αξιόλογο αναρριχητικό πεδίο, δίκτυο πεζοπορικών διαδρομών και δυο σπήλαια χαρτογραφημένα και φωτογραφημένα.
Μη φύγετε χωρίς να δοκιμάσετε ντόπιες γεύσεις. Η Κακαβιά, οι χταποδοκεφτέδες, οι ντολμάδες με τα αμπελόφυλλα και οι λουκουμάδες έχουν παράδοση πολλών χρόνων. Επίσης ονομαστά είναι τα τυριά από αιγοπρόβιο γάλα, όπως η «χλωρή» και το σιγκάθουρο, ένα βούτυρο σπάνιας γεύσης που βγαίνει καθώς φτιάχνεται το τυρί. Μοναδικό είναι το Αστυπαλίτικο κατσικάκι, ελεύθερης βοσκής και τα πουγκιά με την κοπανιστή. Μη ξεχάσετε και το θυμαρίσιο μέλι. Και φυσικά θα ευχαριστηθείτε ψάρι: Μπαρμπούνια, πετρόψαρα, σαργοί, ροφοί, χειλούδες, σκάροι και χταπόδια.
Για να μην ψάχνετε στα τυφλά να πάτε στην ταβέρνα «Αλμύρα» στη Μαλτεζάνα, όπου η γεύση έχει την τιμητική της. Σπεσιαλιτέ: παστό ψάρι με ζαρζαβατικά, ντολμάδες μούρλια και κακαβιά από σκορπίνες. Το Εστιατόριο «Ακτή», συνδυάζει την καλύτερη θέα με την εξαιρετική κουζίνα. Σπεσιαλιτέ: Σουπιές με κοφτό μακαρονάκι. Γεμιστό καλαμάρι με ρύζι και τυριά. Στην «Αυστραλία», στον Πέρα Γυαλό, τα λαδερά έχουν την τιμητική τους. Να δοκιμάσετε το μπριάμι. Στον «Αστρόπελο» στο Λιβάδι η αστακομακαρονάδα είναι νοστιμότατη. Το «Γεράνι» προσφέρει σπιτικό φαγητό σε θηριώδεις μερίδες. Στο "Αρχιπέλαγος" λιαστή ντομάτα, ζυμωτό ψωμί, ελιές και κοπανιστή χλωρή. Στην "Αστυφαγιά" στη Μαλτεζάνα φρεσκότατο ψάρι και ντόπιο κατσικάκι με την παραδοσιακή συνταγή. Τέλος για ντόπιες λιχουδιές να πάτε στο καφενείο «Του Μουγγού».
Το νησί συνδέεται αεροπορικώς με την Αθήνα και με τη Ρόδο. Ακτοπλοϊκώς υπάρχουν αναχωρήσεις από τον Πειραιά και τη Ρόδο.
Όσοι έχετε δικό σας σκάφος θα βρείτε πολλά φυσικά λιμάνια και υπήνεμους όρμους. Εκτός από το νέο λιμάνι στον Άγιο Ανδρέα, υπάρχουν το Βάϊ, το Βαθύ, το Λιμνιονάρι, το Αγριλίδι, ο Σχοινώντας, η Μαλτεζάνα (θυμίζει τη Σούδα) και ο Πέρα Γιαλός, το παλιό λιμάνι που το πιάνει ο σορόκος. Για τις μετακινήσεις στο νησί λεωφορεία κάνουν τακτικά καθημερινά δρομολόγια προς Λιβάδι, Μαλτεζάνα, Βαθύ. Υπάρχουν και ταξί.
Εδώ νιώθεις το άρωμα της άγονης γραμμής. Γαλάζιο και λευκό, θάλασσα και πέτρα, όλα μια αγκαλιά. Εικόνες σχεδόν κινηματογραφικές. Το νησί βρίσκεται σε ανοδική πορεία τα τελευταία χρόνια και προσβλέπει στον τουρισμό με ξεκάθαρες απόψεις. Η προστασία του δομημένου περιβάλλοντος είναι φανερή.
Ο Δήμαρχος στην συνάντηση που είχαμε μαζί του ήταν σαφής:
- Χτίζουμε τις βασικές υποδομές, αλλά κρατάμε το άρωμα της άγονης γραμμής που μας κάνει άμεσα αναγνωρίσιμους. Βαδίζουμε με ήπιες μορφές ανάπτυξης, Χτίζουμε το μέλλον μας με σεβασμό στο περιβάλλον και τις παραδόσεις μας. Φιλοδοξία μας είναι και θα είναι πάντα, να προσφέρουμε όσο το δυνατόν περισσότερα στο όμορφο νησί μας για να το κάνουμε πιο φιλόξενο στους επισκέπτες μας, πιο ανθρώπινο στους συμπατριώτες μας, αναδεικνύοντας τον πολιτισμό και τις ομορφιές του.
Φεύγουμε από το απάνεμο λιμάνι του Αγ. Αντρέα με το συμπέρασμα ότι μια επίσκεψη στην Αστυπάλαια ποτέ δεν φτάνει, μια φορά είναι λίγη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: