Ανατρέχοντας στα αρχεία των εφημερίδων "ΡΟΔΙΑΚΗ" του Καλαμπίχη και "ΝΕΑ ΡΟΔΟΣ" των Πολεμικού και Κοκκίδη, αλιεύω περιγραφές για "την λαμπρότητα της μεγαλοπρεπούς τελετής των Επιφανείων και της καταδύσεως του Σταυρού εις τον υπήνεμον λιμέναν του Μανδρακίου και το κατόρθωμα του γυμνού δύτου, όστις ανέσυρεν εκ του βυθού το Τιμιόξυλον" κ.τ.λ.
Την εποχή εκείνη μεγάλη ήταν η περηφάνεια της παροικίας στην οποία ανήκε ο άξιος βουτηχτής, που τις περισσότερες φορές ήταν Συμιακός. Κι εκείνος, όλο κόρδα και καμάρι, στη μέση της κομπανίας του, με στραβά βαλμένο το ναυτικό κασκέτο και το ρουλό του μαύρου μαλλιού του γυρισμένο προς τα πάνω, θα περιφερόταν θριαμβευτής και δαχτυλοδειχτούμενος πρώτα στο Μανδράκι και τα καφενεία της Σκάλας να τον καμαρώσει ο κόσμος, ύστερα στα Μαράσια κι αργότερα θ' άρχιζε η μεγάλη περιοδεία στα χωριά.
Τότε, το πιάσιμο του Σταυρού ήταν ολόκληρη κερδοσκοπική επιχείρηση και ο δίσκος με το Τιμιόξυλο έκανε το γύρο του νησιού επί μήνες, συγκεντρώνοντας χρήματα, λάδια, κρασιά, όσπρια και σύκα, δώρα των απλοϊκών χωρικών στο παλικάρι που βούτηξε τα Φώτα κι έπιασε το Σταυρό από τον πάτο της θάλασσας και τον έφερε ν' αγιάσει τους ανθρώπους, τα ζωντανά, τα σπίτια και τα χωράφια τους.
Η εκκλησία του Νιοχωριού είχε κι αυτή το όφελός της από το Σταυρό. Μια συντροφιά με τον ακούραστο ψάλτη Μενέλαο, τους Συμιακούς μαστροκαϊξήδες Βασίλη Ψαρό, Γρίβα, Φωτάρα, Βολονάκη, Καλαφάτη και την παρέα τους με τον επίτροπο Στάθη Παλιούρη, μπαινόβγαινε στα σπίτια όλων των Μαρασιών και στα φτωχόσπιτα του Κάστρου φέρνοντας το μικρό, βαρύ, ξύλινο Σταυρό μέσα στον ασημένιο δίσκο να ξεκουράζεται πάνω σε κλωνιά σγουρό βασιλικό και μυρωδάτα φύλλα πατριάρχη και μάζευε πλούσιες τις εισφορές του κόσμου.
Η πομπή πρώτα θα πήγαινε στα σπίτια με τους προύχοντες. Στου Δημάρχου δικηγόρου Σάββαφέντη και της Φροσύνης, πούχαν στην Αθήνα το γιό τους Γιάννη, ύστερα στον έφορο του Αμαράντειου Γιάννη Παπαδόπουλο, μετά θα κατηφόριζε στου δάσκαλου του Παπαϊωάννου Ζίγδη, πούχε τον όμορφο γιό του Γιάννη που σπούδαζε στην Αγγλία κι ερχόταν κάθε καλοκαίρι, προορισμένος να γίνει μεγάλος και τρανός.
Μετά θα έκανε το γύρο από του Γιάννη Παπαδουλή, να περάσει από το Φωτεινάκη τη μαμμή, του Γιάγκους και τους Ιορδάνηδες του Πάνω Γιαλού, θα γύριζε στο δρόμο της Καμάρας να μπει στου Δανιηλίδη πούχε διπλογιορτή, πατέρας Γιάννης και γιός Ιορδάνης, να χαιρετήσει τη Φανή Δουκάκη και τη Θεανώ του Αραπούδη και τέλος νάρθει να ξεκουράσει τα τρεμάμενα ποδάρια στο κελί της. Ν' αραδιάσει τους κουραμπιέδες και τις βασιλόπιττες από τα κεράσματα και να ταξινομήσει τα ψιλά της γρόσια, μισόφραγκα και δίφραγκα, από το "φως" που μοίρασε το φανάρι της στα καντήλια για να φέξουν τα Νιοχωρίτικα εικονοστάσια.
Την εποχή εκείνη μεγάλη ήταν η περηφάνεια της παροικίας στην οποία ανήκε ο άξιος βουτηχτής, που τις περισσότερες φορές ήταν Συμιακός. Κι εκείνος, όλο κόρδα και καμάρι, στη μέση της κομπανίας του, με στραβά βαλμένο το ναυτικό κασκέτο και το ρουλό του μαύρου μαλλιού του γυρισμένο προς τα πάνω, θα περιφερόταν θριαμβευτής και δαχτυλοδειχτούμενος πρώτα στο Μανδράκι και τα καφενεία της Σκάλας να τον καμαρώσει ο κόσμος, ύστερα στα Μαράσια κι αργότερα θ' άρχιζε η μεγάλη περιοδεία στα χωριά.
Τότε, το πιάσιμο του Σταυρού ήταν ολόκληρη κερδοσκοπική επιχείρηση και ο δίσκος με το Τιμιόξυλο έκανε το γύρο του νησιού επί μήνες, συγκεντρώνοντας χρήματα, λάδια, κρασιά, όσπρια και σύκα, δώρα των απλοϊκών χωρικών στο παλικάρι που βούτηξε τα Φώτα κι έπιασε το Σταυρό από τον πάτο της θάλασσας και τον έφερε ν' αγιάσει τους ανθρώπους, τα ζωντανά, τα σπίτια και τα χωράφια τους.
Η εκκλησία του Νιοχωριού είχε κι αυτή το όφελός της από το Σταυρό. Μια συντροφιά με τον ακούραστο ψάλτη Μενέλαο, τους Συμιακούς μαστροκαϊξήδες Βασίλη Ψαρό, Γρίβα, Φωτάρα, Βολονάκη, Καλαφάτη και την παρέα τους με τον επίτροπο Στάθη Παλιούρη, μπαινόβγαινε στα σπίτια όλων των Μαρασιών και στα φτωχόσπιτα του Κάστρου φέρνοντας το μικρό, βαρύ, ξύλινο Σταυρό μέσα στον ασημένιο δίσκο να ξεκουράζεται πάνω σε κλωνιά σγουρό βασιλικό και μυρωδάτα φύλλα πατριάρχη και μάζευε πλούσιες τις εισφορές του κόσμου.
Η πομπή πρώτα θα πήγαινε στα σπίτια με τους προύχοντες. Στου Δημάρχου δικηγόρου Σάββαφέντη και της Φροσύνης, πούχαν στην Αθήνα το γιό τους Γιάννη, ύστερα στον έφορο του Αμαράντειου Γιάννη Παπαδόπουλο, μετά θα κατηφόριζε στου δάσκαλου του Παπαϊωάννου Ζίγδη, πούχε τον όμορφο γιό του Γιάννη που σπούδαζε στην Αγγλία κι ερχόταν κάθε καλοκαίρι, προορισμένος να γίνει μεγάλος και τρανός.
Μετά θα έκανε το γύρο από του Γιάννη Παπαδουλή, να περάσει από το Φωτεινάκη τη μαμμή, του Γιάγκους και τους Ιορδάνηδες του Πάνω Γιαλού, θα γύριζε στο δρόμο της Καμάρας να μπει στου Δανιηλίδη πούχε διπλογιορτή, πατέρας Γιάννης και γιός Ιορδάνης, να χαιρετήσει τη Φανή Δουκάκη και τη Θεανώ του Αραπούδη και τέλος νάρθει να ξεκουράσει τα τρεμάμενα ποδάρια στο κελί της. Ν' αραδιάσει τους κουραμπιέδες και τις βασιλόπιττες από τα κεράσματα και να ταξινομήσει τα ψιλά της γρόσια, μισόφραγκα και δίφραγκα, από το "φως" που μοίρασε το φανάρι της στα καντήλια για να φέξουν τα Νιοχωρίτικα εικονοστάσια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου