Τετάρτη 21 Ιουλίου 2010

Χέμινγουαίη, μεγάλος ταξιδευτής και γυναικάς




Ο Έρνεστ Μίλερ Χέμινγουαίη γεννήθηκε σαν σήμερα, το 1899 στο Oak του Ιλινόις, κοντά στο Σικάγο. Από τα παιδικά του χρόνια γνώρισε το πάθος των ταξιδιών που σημάδεψε τη ζωή και το συγγραφικό του έργο.

Το 1917 ο Χέμινγουαίη προσλήφθηκε ως ρεπόρτερ στην εφημερίδα Αστέρας του Κάνσας Σίτυ. Τον επόμενο χρόνο δέχτηκε να πάει ως εθελοντής οδηγός ασθενοφόρου στο ιταλικό μέτωπο, όπου πληγώθηκε άσχημα και παρασημοφορήθηκε δύο φορές. Γύρισε στις Η.Π.Α. το 1919 και παντρεύτηκε το 1921. Το 1922 ήταν ανταποκριτής στο ελληνοτουρκικό μέτωπο και δύο χρόνια αργότερα εγκατέλειψε τη δημοσιογραφία για να αφιερωθεί στη λογοτεχνία.

Εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου ανανέωσε τις πρώιμες φιλίες του με αμερικανούς αυτοεξόριστους, όπως τον Έζρα Πάουντ και τη Γερτρούδη Στάιν. Η ενθάρρυνση και το ενδιαφέρον που έδειξαν για τα κείμενά του έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του ύφους του Χέμινγουαίη. Τα δύο πρώτα βιβλία του ήταν οι "Τρεις ιστορίες και δέκα ποιήματα" και το "Στον καιρό μας" (1925).

Ευρύτερα έγινε γνωστός με τη σατιρική νουβέλα "Οι χείμαρροι της άνοιξης" (1926), με την οποία και καθιερώθηκε. Η διεθνής του φήμη επιβεβαιώθηκε με τα επόμενα τρία βιβλία του : "Φιέστα" (1926), "Άντρες χωρίς γυναίκες" (1927) και "Αποχαιρετισμός στα όπλα" (1929).

Αναμίχθηκε με πάθος στις ταυρομαχίες, "Θάνατος στο απομεσήμερο" (1932), στο κυνήγι άγριων ζώων στην Αφρική, "Οι πράσινοι λόφοι της Αφρικής" (1935), και στο ψάρεμα στην ανοιχτή θάλασσα, "Ο γέρος και η θάλασσα" (1952). Στο κλασικό μυθιστόρημα "Για ποιον χτυπά η καμπάνα" (1940) καταγράφονται οι εμπειρίες του από την παραμονή του στην Ισπανία κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο. Το άμεσο και φαινομενικά απλό ύφος της γραφής του δημιούργησε ολόκληρες γενιές μιμητών, χωρίς όμως σημαντικά αποτελέσματα, ενώ η αναγνώριση της θέσης του στην παγκόσμια λογοτεχνία ήλθε το 1954, όταν τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ.

Επί αφρικανικού εδάφους, συμμετείχε σε δύο αεροπορικά ατυχήματα τα οποία του προκάλεσαν σοβαρούς τραυματισμούς. Ενδεικτικό της σοβαρότητάς τους είναι το γεγονός πως αφού επέστρεψε στην Κούβα, του στάθηκε αδύνατο να παραστεί στην απονομή του Νόμπελ λογοτεχνίας, η οποία έλαβε χώρα στις 28 Οκτωβρίου του 1954. Αντ' αυτού, απέστειλε ένα γράμμα, το οποίο διάβασε ο Αμερικανός πρεσβευτής στη Σουηδία, Τζον Κάμποτ, ανακοινώνοντας την αποδοχή του βραβείου εκ μέρους του συγγραφέα.

Τα επόμενα χρόνια αντιμετώπισε αρκετά προβλήματα υγείας που στάθηκαν εμπόδιο στην συνέχιση του έργου του. Η κατάστασή του επιδεινώθηκε επιπλέον από την υπερβολική χρήση αλκοόλ καθώς και από την κατάθλιψη που εμφάνιζε. Παρά τις αντιξοότητες, κατάφερε να ολοκληρώσει το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα "Μία κινητή γιορτή" (A Moveable Feast), έργο που τελικά εκδόθηκε μετά το θάνατό του.

Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Κούβα τον Ιούλιο του 1960 και εγκαταστάθηκε στην πόλη Ketchum του Άινταχο. Τον ίδιο χρόνο, νοσηλεύτηκε στην κλινική Mayo λόγω της υψηλής του πίεσης αλλά κυρίως της κατάθλιψής και της παράνοιας του. Εκεί υποβλήθηκε και σε θεραπείες με ηλεκτροσόκ (ECT). Σύμφωνα με τον βιογράφο του Jeffrey Meyers, δέχθηκε 11 εως 15 θεραπείες τέτοιου είδους, οι οποίες όμως, όχι μόνο δεν τον βοήθησαν αλλά αντιθέτως είχαν αρνητικά αποτελέσματα προκαλώντας του απώλεια μνήμης και επιταχύνοντας πιθανά και την μελλοντική του αυτοκτονία. Αποπειράθηκε για πρώτη φορά να αυτοκτονήσει την Άνοιξη του 1961 και τελικά στις 2 Ιουλίου αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι, λίγες ημέρες πριν τα εξηκοστά δεύτερα γενέθλιά του. Ο τάφος του βρίσκεται σήμερα στο καθολικό νεκτροταφείο του Ketchum.Ο Χέμινγουαίη αυτοκτόνησε το 1961 στο Αϊντάχο.

Σ' ένα ταξίδι μου στη Φλόριντα επισκέθηκα το μουσείο του Χέμινγουέϊ (φωτογραφία). Ο διάσημος συγγραφέας ήταν φημισμένος για τη γατοφιλία του. Εκεί έμαθα πως ένας καπετάνιος του δώρισε την πρώτη του γάτα, που ήταν πολυδάκτυλη. Έκτοτε ο συγγραφέας είχε πάντα μια γάτα στις κατοικίες του, είτε στη Φλόριντα είτε στην Κούβα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι σήμερα οι πολυδάκτυλες γάτες λέγονται και «Γάτες Χέμινγουεϊ». Μάλιστα, στο Μουσείο Χέμινγουεϊ στο Κι Γουέστ της Φλόριντα διατηρούνται και προστατεύονται(φωτογραφία), σύμφωνα με ειδικό όρο στη διαθήκη του, περί τις εξήντα γάτες, πολλές από τις οποίες ακούν στο όνομά του και σε ονόματα αγαπημένων φίλων και φιλενάδων του υπέροχου Έρνεστ!

Τέλος, σ' ένα από τα ταξίδια μου στο Παρίσι βρέθηκα στο La Closerie des Lilas, στο οποίο ξημεροβραδιάζονταν Έρνεστ Χέμινγουέι, Μπλεζ Σαντράρ, Σεζάν, Ζολά και Μαρξ Ερνστ. Εκεί μου αφηγήθηκαν και το εξής:

Ο Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ εκτιμούσε πολύ τον Χέμινγουέϊ ως συγγραφέα, αλλά και ως άντρα που ήξερε πολλά για τις γυναίκες. Του εκμυστηρεύτηκε λοιπόν ότι δεν μπορούσε να ικανοποιήσει τη σύζυγό του Ζέλντα και η ίδια του είχε πει πως ο λόγος ήταν το μέγεθος του πέους του. Ο Χεμινγουέϊ, που δεν του άρεσε καθόλου η Ζέλντα, είπε στον Φιτζέραλντ να πάνε στην τουαλέτα. Εκεί ο συγγραφέας του «Για ποιόν χτυπά η καμπάνα» εξέτασε το μέγεθος του πέους του συγγραφέα «Ο υπέροχος Γκάτσμπι» και αφού το βρήκε ικανοποιητικό του είπε ότι δεν είχε κανένα πρόβλημα. Όλα αυτά συνέβησαν στην μπρασερί Λιπ στο Παρίσι.

Σήμερα στο ξενοδοχείο Ritz μπορείτε προσφέρεται το κοκτέϊλ του Χέμινγουέί από σαμπάνια και Curacao, φτιαγμένο από τα χέρια του καλύτερου μπάρμπαν στον κόσμο.

Για τη διαδικασία που έγραφε δήλωσε σε συνέντευξή του στον Τζων Πλίμτον:

"Όταν δουλεύω ένα βιβλίο ή ένα διήγημα, γράφω κάθε πρωί πολύ νωρίς, αν είναι δυνατόν αμέσως μετά το χάραμα. Δεν σ' ενοχλεί κανείς τέτοια ώρα, έχει δροσιά, ή και κρύο, και ζεσταίνεσαι όσο προχωρείς στο γράψιμο. Διαβάζεις ό,τι έχεις γράψει και, εφόσον πάντα σταματάς όταν ξέρεις τι θα γίνει παρακάτω, συνεχίζεις από κείνο το σημείο πια. Γράφεις ώσπου να φτάσεις πάλι σ' ένα σημείο όπου είσαι ακόμη ακμαίος, διατηρείς το ζουμί σου, και ξέρεις τι θα γίνει παρακάτω και σταματάς και προσπαθείς να ζήσεις ίσαμε την επόμενη μέρα όταν στρώνεσαι πάλι στη δουλειά. Έχεις αρχίσεις στις έξι το πρωί, ας πούμε, και μπορείς να συνεχίσεις ως το μεσημέρι ή και να σταματήσεις πιο πριν. Όταν σταματάς, είσαι άδειος, αλλά ποτέ εντελώς άδειος και συνάμα ικανοποιημένος, όπως όταν έχεις κάνει έρωτα με κάποιαν που αγαπάς. Τίποτα δεν μπορεί να σε βλάψει, τίποτα δεν μπορεί να συμβεί, τίποτα δεν έχει σημασία μέχρι την επόμενη μέρα που ξαναπιάνεις δουλειά. Αυτή η αναμονή μέχρι την επόμενη μέρα είναι το δύσκολο".

Δεν υπάρχουν σχόλια: