Ανέκαθεν η Ρόδος στα χωριά, τα μαράσια και την πόλη, γλεντούσε και χόρευε πολύ την Αποκριά. Οι παλιοί θυμούνται με νοσταλγία τις χοροεσπερίδες του Διαγόρα, της Εργάνης Αθηνάς και της Προόδου Νεοχωρίου. Επίσης θυμούνται τον μεγάλο επίσημο χορό του Καρναβαλιού, που τον έλεγαν Μπάλλο ιν Μάσκερα και γινόταν στο υπερπολυτελές Αλμπέργκο ντέλλε Ρόζε.
Εκεί που είναι σήμερα το Καζίνο, η αριστοκρατία του νησιού, οι στρατιωτικοί και πολλοί αξιωματούχοι με τις οικογένειές τους ξεφάντωναν μέχρι το πρωί με αποκριάτικες στολές, πανάκριβες τουαλέτες και χρωματιστές μάσκες, χορεύοντας υπό τους ήχους της περίφημης ορχήστρας των μαέστρων Αλμπεργιέτι και Βένγκους.
Στο Νιοχώρι το αποκορύφωμα της Αποκριάς εκτός από τις παρδαλές καμουζέλες δινόντουσαν λαϊκοί χοροί στα σταυροδρόμια και τις πλατειούλες, όπως το Γαϊτανάκι στο ρυθμό του βαλς και της Μαζούρκας και ο Αρκουδιάρικος χορός με μια αλυσοδεμένη καμουζέλα- αρκούδα που χοροπηδούσε στους χτύπους του τσιγγάνικου ντεφιού.
Οι παλαιότεροι θυμούνται ένα σατυρικό τροβαδούρο τον Φιλήμονα Πατσάκη που είχε το ταλέντο να σκαρώνει εύθυμα στιχάκια για τη ζωή του Νιοχωριού, στιχάκια εύθυμα που τα τραγουδούσε με την κιθάρα του στις ταβέρνες.
Ένας άλλος λαϊκός στιχουργός της εποχής του Μεσοπολέμου ήταν ο πραματευτής Μιχάλης Καμπανάς.
Άλλος ονομαστός τύπος της εποχής ήταν ο παπουτσής Τάσος Φωτεινός. Αυτός την Αποκριά φορούσε καλογερίστικο ράσο και πετραχήλι, καθόταν ανάποδα σ ένα κουτσό γάϊδαρο και μοίραζε στον κόσμο συγχωροχάρτια με ύφος του Πάπα του Βατικανού.
Άλλοι τύποι που άφησαν εποχή τις Αποκριές του Μεσοπολέμου ήταν κάποιος Γιάβας που έκανε το Σαρλώ, ο Σπύρος Κούρος που υποδύονταν τον οβριό παλιατζή, ο Μανώλος Πηδηχτάκης που μασκαρεύονταν σαν ασπροντυμένη γκαστρωμένη νύφη με μουστάκι, ο Μιχάλης του Νούμερο ξυπόλητος με κελεμπία και αράπικο φέσι, ο Παναγιώτης Ζήζικας με τρύπιο κανοκιάλι και στολή ναυάρχου.
Στο Νιοχώρι έμεναν κι αρκετοί Σμυρνιοί. Από αυτούς ο πιο γουστόζικος τύπος ήταν ο Ματέο Ντιλέρνια, ελαιοχρωματιστής, που ντυνόταν βυζανιάρικο μωρό με άσπρη σκούφια, δαντελένια σαλιαρίστρα με μια μπουκάλα ούζο για μπιμπερό, μέσα σε μωρουδιακό καροτσάκι που το έσερνε μια μουστακαλού νταντά.
Ένας σπουδαίος πραματευτής εξειδικευμένος στα αποκριάτικα ήταν ο Στέλιος Γιαπανάς από το Καστελλόριζο. Είχε ένα καροτσάκι που τέτοιες μέρες το φόρτωνε με καπέλα, μάσκες, χαρτοπόλεμο και τσαμπούνες.
Ωραίες εποχές! Με τις καμουζέλες να κατεβαίνουν από τα Πάνω Μαράσια, παρέες να κουτσοπίνουν και να αστειεύονται, κανταδόροι με κιθάρες και μαντολίνα να τραγουδούν το Μπάρμπα Γιάννη τον Κανατά.
Να μη παραλείψουμε κι αυτούς που κατέβαιναν από τα χωριά. Οι Τριαντενοί ήταν εκείνα τα χρόνια φημισμένοι γαλατάδες και καβάλα στα ποδήλατα μοίραζαν το γάλα. Τις Αποκριές ερχόντουσαν στη Ρόδο μασκαρεμένοι με μακριά μαύρα σώβρακα και φορούσαν κουκούλες σαν διάβολοι με κέρατα και μακριά ουρά και φοβέριζαν τα παιδιά και τις γυναίκες.
Στην περίοδο της κατοχής οι Αποκριές έδιναν την ευκαιρία να πάρει η γιορτή και την εθνική της διάσταση. Παρά την παρακολούθηση των καραμπινιέρων αρκετοί νέοι τους αψηφούσαν και ντυνόντουσαν τσολιάδες. Οι παλιοί θα θυμούνται τον Γιάννη Καλλιγά, που όπως έλεγαν ήταν το πιο δυνατό παλληκάρι της εποχής. Αυτός λοιπόν με φουστανέλα και γιαταγάνι γυρνούσε επιδεικτικά όλα τα μαράσια, ενώ ο κόσμος τον καμάρωνε και τον χειροκροτούσε.
Όλες αυτές οι καμουζέλες τραβούσαν προς το τέρμα της Καμάρας του Νιοχωριού έξω από το σπίτι του Σταυρινίδη στον Πάνω Γυαλό, όπου ξεφάντωναν τόσο πολύ που το πρωί της Καθαρής Δευτέρας ο δρόμος έμοιαζε πολύχρωμο μωσαϊκό από τον χαρτοπόλεμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου