Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2009
Σμύρνη, η πόλη του πόνου
H επίσκεψη στη Σμύρνη είναι ένα ταξίδι αλλιώτικο από αυτά που κάνουμε συνήθως. Είναι κάτι σαν φόρος τιμής για όσους χάθηκαν και σαν έπαινος λαμπρός, έμπρακτος για όσους Σμυρνιούς πρόκοψαν.
Ογδόντα επτά χρόνια πέρασαν από τη Μικρασιατική Καταστροφή, όμως η μνήμη διατηρείται για τα όσα υπήρξαν και έλαμψαν για να χαθούν μέσα στις φλόγες μιας ανήκουστης τραγωδίας.
Από το αρχαίο κάστρο του Καντιφέ Καλέ, του «Βελούδινου Λόφου», αρχίζει η τουριστική περιήγηση, αφού οι ξεναγοί θεωρούν πλέον δεδομένο ότι τίποτα δεν έχει απομείνει, στις μέρες μας, από την ελληνική πόλη του πόνου και του θρύλου.
Είναι αλήθεια πως όσα άφησε το 1922 η φωτιά και το μαχαίρι, οι Τούρκοι βιάστηκαν να το σκεπάσουν με κολοσσιαία κτίρια πολυκατοικιών, εργατικών κατοικιών κάθε είδους και γούστου. Εκατομμύρια τόνοι μπετόν έπεσαν, λες και θέλουν να σκεπάσουν την ενοχή και να εξαφανίσουν τη μνήμη. Στο Καντιφέ Καλέ υπάρχουν μερικά καφενεία με ανοιχτές βεράντες, που το βραδάκι προσφέρουν το υπερθέαμα του ηλιοβασιλέματος.
Τα παλιά ελληνικά σπίτια είναι ελάχιστα σήμερα. Τα καταλαβαίνει όμως κανείς με την πρώτη ματιά. Επιβλητικά αρχοντικά με τονισμένα τα κλασικά στοιχεία. Υπάρχουν ακόμα σπίτια που κάτι στην πόρτα τους, κάτι στη διακόσμησή τους μιλάει για εκείνους τους νοικοκύρηδες που ήθελαν με κάθε τρόπο να υπογραμμίσουν την ελληνική καταγωγή τους. Λιγοστά καλλιμάρμαρα μέγαρα, χρονολογημένες σιδεριές μπαλκονιών, μαίανδροι και ακροκέραμα που σώθηκαν από τη φωτιά αντιστέκονται στο χρόνο και την εγκατάλειψη.
Η προκυμαία είναι το καμάρι της Σμύρνης. Η κατασκευή της είχε αρχίσει το 1867. Ψυχή και καρδιά της σμυρναϊκής οικονομίας και κοινωνίας. Η πόλη, στην περίοδο 1880-1920, συγκέντρωνε όλο το εμπόριο της δυτικής και νότιας Μικράς Ασίας. Πλοία εμπορικά φορτωμένα με πολύτιμο εμπόρευμα, δεμένα στο λιμάνι περίμεναν, εκείνα τα χρόνια, τους αγοραστές. Σταφίδα, ξερά σύκα, βαμβάκι, καπνός, αλάτι, σιτάρια, χαλιά, αλλά και …όπιο σε απίστευτες ποσότητες, έτοιμα να φορτωθούν και να οδηγηθούν στη Δύση. Ακόμα και βιομηχανικά, τυποποιημένα αγαθά, όπως γυαλικά, σιδερικά, έπιπλα και υφαντουργικά προϊόντα, που προδίδουν αστικό τρόπο ζωής.
Ατμόπλοια επιβατηγά, της γαλλικής Messageries, της τουρκικής Χαμιδιέ, του Κουρτζή, του Πανταλέοντος μετέφεραν ταξιδιώτες που είχαν την περιέργεια να γνωρίσουν την Ανατολή. Επιπλέον τα μικρά ατμόπλοια πραγματοποιούσαν τη συγκοινωνία από το λιμάνι στα προάστια. Για το Κορδελιό, τα Πετρωτά, το Γκιοζ- Τεπέ, το Καρατάσι.
Στην πλακόστρωτη προκυμαία συγκεντρώνονταν το πολύβουο πλήθος, στις ώρες της κοινωνικής συναναστροφής. Μεγαλέμποροι και εργάτες, μεσαίοι επαγγελματίες και άνθρωποι του μόχθου. Οι πολύχρωμες ενδυμασίες τους πρόδιδαν φυλετικές και εθνολογικές προελεύσεις.
Η θέα της θάλασσας από εδώ ήταν μοναδική. Ακόμη κι οι ταράτσες των κτιρίων έχουν μετατραπεί σε μπιραρίες, καφωδεία, στέκια για όλα τα γούστα. Εδώ στα καλά εστιατόρια το μενού είχε φρέσκο ψάρι από τη γνωστή στο είδος της Παπα-Σκάλα, η μαγειρευτό κρέας με επιδόρπιο πορτοκάλια Χίου η σταφύλια, ανάλογα την εποχή. Το κρασί από την Κύπρο συμπλήρωνε την εικόνα της τέρψης.
Στις λέσχες, τα κέντρα και τα καφενεία ορχήστρες έπαιζαν μουσικές από βιεννέζικα βαλς ως λαϊκά και ρεμπέτικα με το μπουζούκι να κελαηδά. Χαρές και λύπες, πάθη, πόθοι και έρωτες, τόποι, χώροι, περιστατικά με αμεσότητα και έμμετρο στίχο αποκαλύπτουν εκείνη την αξέχαστη εποχή.
Το «Θοδωράκι» ήταν ο μεγαλύτερος τραγουδιστής της εποχής, ο Θεόδωρος Μαυρογένης. Και ο Παναγιώτης Τούντας ο μεγαλοφυής συνθέτης της Σμύρνης.
Κανείς δεν μπορούσε να φθάσει στη Σμύρνη και να μη επισκεφθεί το περίφημο παζάρι της. Ήταν μεγαλύτερο από της Κωνσταντινούπολης, αλλά και πιο δυτικότροπο. Κυριαρχούσαν τα προϊόντα της αγγλικής βιομηχανίας, γυαλικά, ελβετικά ρολόγια, χαλιά της Περσίας και γλυκά ταψιού. Όπως αναφέρει με έκπληξη ο Γάλλος περιηγητής Paul Eudel, to 1870, από το παζάρι δεν λείπουν τα αρχαία κομμάτια από τα ερείπια της Εφέσου.
Στα χρόνια του 1912 ο πληθυσμός της πόλης υπολογιζόταν σε 240.000 κατοίκους. Οι Έλληνες ήταν 100.000, οι Τούρκοι 60.000, οι Εβραίοι 20.000, οι Αρμένιοι 15.000 και 15-20.000 διαφόρων εθνοτήτων. Οι Έλληνες κατοικούσαν κοντά στο λιμάνι και στο εμπορικό κέντρο, τον Φραγκομαχαλά, εδώ που από τον 16ο αιώνα διαμέναν οι Ευρωπαίοι, κυρίως Άγγλοι, Γάλλοι, Ολλανδοί, Βενετοί και Γενουάτες.
Από τα πρωτοχριστιανικά χρόνια η Σμύρνη αναγράφεται ως αυτοκέφαλη αρχιεπισκοπή. Στα τέλη του 19ου αιώνα ο Γάλλος περιηγητής Vital Cuinet ανέφερε ότι υπήρχαν 13 ορθόδοξες εκκλησίες, 10 καθολικές, 3 αρμενικές, 3 εκκλησίες διαμαρτυρομένων και 15 συναγωγές.
Ο ναός της Αγίας Φωτεινής, άγνωστο πότε θεμελιώθηκε, υπήρξε από τους παλαιότερους της Σμύρνης. Στα 1892 τοποθετήθηκε στο κωδωνοστάσιο μεγάλο ρολόι βαυαρικού εργοστασίου. Ήταν το πλέον υψηλό και επιβλητικό μνημείο της εποχής.
Με την ανταλλαγή των πληθυσμών η Σμύρνη έχασε τους δεσμούς της με το ορθόδοξο παρελθόν. Σήμερα υπάρχει η μικρή ορθόδοξη εκκλησία της Αγίας Φωτεινής, που οι Ολλανδοί προτεστάντες παραχώρησαν για εκατό χρόνια στην ορθόδοξη κοινότητα της πόλης, το 1952. Στις μεγάλες γιορτές λειτουργεί κληρικός από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και οι περισσότεροι πιστοί είναι υπάλληλοι του ελληνικού προξενείου, Έλληνες αξιωματικοί του ΝΑΤΟ. Και οι τριάντα, περίπου, εναπομείναντες Έλληνες της Σμύρνης, χωρίς ελληνικό διαβατήριο, χωρίς παπά, χωρίς όμως να χάσουν τα όνειρα και την ελπίδα.
Στον τομέα της παιδείας η Σμύρνη υπήρξε πρωτοπόρος και η συμβολή της στην ανάπλαση του φρονήματος του ελληνικού στοιχείου, αλλά και όλου του μικρασιατικού ελληνισμού υπήρξε τεράστια. Η περίφημη Ευαγγελική Σχολή, ήταν το καύχημα των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων από το 1733. Στον τομέα της υγείας επιβεβαιώνεται η ηγετική θέση της ελληνικής κοινότητας με στοιχεία: Το Γραικικό νοσοκομείο είναι το μεγαλύτερο και άρτια εξοπλισμένο νοσοκομείο της Σμύρνης. 103 από τους 125 γιατρούς της πόλης ήταν Έλληνες και τα 35 από τα 50 φαρμακεία ελληνικά.
Στις 2 Μαϊου 1919 – 15 Μαϊου με το νέο ημερολόγιο- στις 7:50 το πρωί, το κύριο σώμα του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος αποβιβάσθηκε στη Σμύρνη με απόφαση των Συμμάχων και εντολή του Ανωτάτου συμβουλίου της Διασκέψεως των Παρισίων. Ο ελληνικός στρατός έγινε δεκτός με φρενήρη ενθουσιασμό από τον ελληνικό πληθυσμό και χαιρετίστηκε ως η απαρχή της «Μεγάλης Ιδέας». Για δύο χρόνια, η «Γκιαούρ Ισμίρ», δηλαδή, η ελληνική Σμύρνη, όπως την ονόμαζαν οι ίδιοι οι Τούρκοι, λόγω της κυριαρχίας του ελληνικού στοιχείου σε κάθε τομέα, θα ζήσει πραγματικά ελληνική, υπό την Ύπατη Αρμοστεία. Το τέλος θα έρθει με τη Μικρασιατική καταστροφή, τη μεγαλύτερη εθνική συμφορά στην ιστορία του νεώτερου ελληνισμού. Τη συμφορά αυτή συνθέτουν:
* Η κατάρρευση του Μικρασιατικού μετώπου, τον Αύγουστο του 1922 και η ήττα και διάλυση, σχεδόν, της αξιόμαχης Στρατιάς Μικράς Ασίας.
* Η πυρπόληση της Σμύρνης, στις 31 Αυγούστου (13 Σεπτεμβρίου 1922).
* Η εξόντωση χιλιάδων Ελλήνων στις περιοχές που ανακαταλάμβανε ο τουρκικός στρατός.
* Το ξερίζωμα των υπολοίπων- 1,5 εκατομμύριο ψυχές- από τη μικρασιατική πατρίδα.
Δεν είναι εύκολο βρει κανείς λόγια να περιγράψει τις φρικτές σκηνές εκείνων των ημερών. Μόνο η αμεσότητα της περιγραφής των αυτοπτών μαρτύρων μπορεί να δώσει, ίσως, το μέτρο της ανθρώπινης τραγωδίας:
«Ήμασταν στην Πούντα. Στέκαμε γραμμή για να μπαρκάρουμε. Ό,τι είχαμε, μπόγους, βαλίτσες, τα πατούσαν για να περάσουν. Πέρασε η μητέρα μου, η αδερφή μου έπεσε κάτω, ο κόσμος την πατούσε, δεν μπορούσε να σηκωθεί. Ένας στρατιώτης, καθώς βάσταγε το μωρό της, το τρύπησε με την ξιμφολόγχη. Το πέρασε από τη μια άκρια της φασκιάς έως την άλλη. Τι να κάνει; Το ‘βαλε σε μιαν ακρούλα. «ζήσε κόρη μου για τα άλλα σου παιδιά», της είπε η μάνα μας. Εγώ ακόμη δεν είχα περάσει τη ζώνη και με τραβά ένας Τουρκαλάς από το χέρι και μου λέει: «Ντουρ μωρή». Βάζω κάτι φωνές, κάτι κλάματα, φωνές και η μάνα μου. Πέρασαν πεντέξι, εμένα που να μ αφήσει να περάσω. «Αχ παιδάκι μου», λέει η μάνα μου. Πέφτει κάτω και λιποθυμά. Στο μεταξύ ο Τούρκος μου δίνει ένα σκαμπίλι, που άστραψε το φως μου. «Τσικάρ παρά», λέει. Θυμήθηκα το πεντόλιρο, τουτόδωσα. Μ αυτό γλίτωσα. Μου δίνει μια σπρωξιά. Πέφτω κάτω. Κι έσπασα τα γόνατά μου. Έχασα και το ένα μου παπούτσι. Εκεί πια οι Ιταλοί μας ανέβασαν αγκαλιά στο καράβι.
Οι Γάλλοι δείξαν βρωμερή στάση. Όσοι κατάφερναν να σκαρφαλώσουν στα καράβια τους, τους ρίχναν πίσω στη θάλασσα. Και παλικάρια, πιο πολύ τα παλικάρια ξανάριχναν στο νερό. Σαν τους βλέπαν να ζυγώνουν, τους πετούσαν ζεματιστό νερό, για να μη μπορέσουν ν’ ανέβουν. Οι Εγγλέζοι κάναν ό,τι κάναν, μα σα πήγαινε κανείς στα πλοία τους να σωθεί, τον δέχονταν καλά. Δεν τον διώχναν…» (Αφήγηση: Άννα Καραμπέτσου, Νυμφαίο) .
Η καταστροφή του 1922 κατέστρεψε άπαξ δια παντός την οικονομική ζωή της Σμύρνης και σταμάτησε τη γοργή πρόοδο του ελληνικού στοιχείου σε μια χρονική στιγμή, που ο μικρασιατικός Ελληνισμός βρισκόταν στο απόγειο της ακμής και η πόλη στην καλύτερη της ώρα. Ένας λαμπρός κόσμος με οράματα, δράση και προοπτική, χάθηκε άδοξα και τραγικά.
Σήμερα, μισή ώρα κρατάει η περιήγηση της πόλης με το πούλμαν και …πέντε ώρες μένουν ελεύθεροι οι επισκέπτες για ψώνια. Είναι ωραία η παραλιακή λεωφόρος της Σμύρνης, κάτι ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη και το Παλιό Φάληρο. Συχνά όμως η ατμόσφαιρα είναι αποπνικτική, καθώς το λιμάνι μυρίζει άσχημα ανάλογα με τον καιρό. Σήμερα κρύβει τον άγριο βιασμό της και περιμένει το σούρουπο. Όταν ο ορίζοντας βάφεται κόκκινος κι ο αέρας φέρνει τις φωνές από απέναντι.
Στα πεζοδρόμια κάτω από δροσερές τέντες, με περικοκλάδες που σκαρφαλώνουν στους κορμούς των φοινικόδεντρων, τα εστιατόρια και οι μπυραρίες. Η ανάσα της Ελλάδας καυτή. Ξυλόγλυπτες μανταλωμένες πόρτες και ασφαλισμένα παράθυρα είναι ό,τι απέμεινε μετά τον μεγάλο χαλασμό. Σπίτια ερειπωμένα στεγάζουν τη φτώχεια και τη μιζέρια χιλιάδων εποίκων από την Ανατολή. Βουβοί μάρτυρες ενός απαράμιλλου πολιτισμού, που ενταφιάσθηκε ζωντανός εδώ στα ματωμένα χώματα της Ιωνίας.
Αποκαμωμένος βρίσκομαι στον 31ο όροφο του «Χίλτον», απ όπου χαζολογάς μια ολόκληρη «Ελλάδα» να τρέχει στα πόδια σου σαν τρελή. Η μπύρα είναι παγωμένη. «Εφές Πίλσενερ». Δίπλα οι πλούσιοι της Σμύρνης πνίγουν τη μοναξιά τους πληρώνοντας μισό μηνιάτικο μέσου Τούρκου εργαζόμενου για ένα ποτήρι ουίσκι. Όσο κι αν δεν το πιστεύετε το «Χίλτον» ανήκει στο Δήμο της Σμύρνης. Όπως και μια αλυσίδα από 80 έως 100 σούπερ μάρκετ που επίσης είναι δημοτικά!
Ξεχνώ τους καταυλισμούς της «Στρατιάς του Αιγαίου» που είδα προηγουμένως και το άγαλμα του Κεμάλ με προτεταμένο το δάχτυλο προς τα νησιά του Αιγαίου. Κι από το θέαμα της γαλήνης προσπαθώ να σβήσω τους γκρίζους όγκους των πολεμικών σκαφών του τουρκικού ναυτικού για να χαρώ τα βαποράκια που πάνε κι έρχονται αδιάκοπα εκτελώντας τη συγκοινωνία με τα απέναντι προάστια.
… Λίγες εικόνες μόνο δώσαμε, μικρές πινελιές στον πίνακα της μνήμης που διατηρεί ολοζώντανα τα χρώματα, αλλά και τους ήχους από τα τραγούδια. Ήταν ένα ταξίδι στη γη των παππούδων μας, για μια σύγκριση του τι έμεινε, τι χάθηκε, τι αιωρείται στον αέρα της σημερινής Σμύρνης, που κάποτε αντηχούσε από ελληνικές λαλιές και παιδικά γέλια.
Σ΄αυτό το σύνδεσμο δείτε βίντεο από το ταξίδι μας στη Σμύρνη
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου