Δεν έχει τη φήμη της Μυκόνου και της Σαντορίνης. Πολλοί μάλιστα ούτε καν γνωρίζουν ότι ανήκει στα Δωδεκάνησα. Τη νομίζουν Κυκλαδονήσι. Ίσως επειδή βρίσκεται πολύ κοντά στην Αμοργό. Όμως οι πιστοί της Αστυπάλαιας δεν αλλάζουν με τίποτα τις ομορφιές της και το χαλαρό τρόπο ζωής που τους προσφέρει. Και θεωρούν τους εαυτούς τους πολύ τυχερούς όταν βρουν ένα δωμάτιο με θέα το θρυλικό της κάστρο.
Η πιο συνήθης ώρα να φτάσεις με το πλοίο είναι βράδυ. Η ταλαιπωρία του ταξιδιού αποζημιώνεται καθώς μέσα στη μαύρη σκοτεινιά, μόλις το πλοίο στρίψει το ακρωτήρι της Χειλούς, βλέπεις έκθαμβος το φωτισμένο κάστρο να αιωρείται στο διάστημα.
Αν φτάσετε αεροπορικώς το θέαμα είναι διαφορετικό. Περνάτε Σαντορίνη, ίσως να δείτε βαθιά τη Σύρνα, ακόμα πιο νότια τη Ζαφορά και καθώς ετοιμάζεστε για προσγείωση την Αγία Κυριακή με το εκκλησάκι στην κορυφή, το Λιγνό, το Χονδρό νησί, τον Κουτσομύτη, τους Κουνουπούς, τα Φωκονήσια και τη Σκρόφα.
Η ομορφιά, η χρωματική αρμονία και οι λιτές γραμμές συνθέτουν το νησί. Κυριαρχεί το μπλε του παραδείσου, πασαλειμμένο με το πράσινο ενός φίνου σμαραγδιού. Μέχρι το 19ο αι. η Χώρα ήταν ο μοναδικός οικισμός των νεότερων χρόνων της Αστυπάλαιας. Οι άλλοι οικισμοί που σήμερα υπάρχουν, δημιουργήθηκαν στη θέση αγροικιών και είναι το Λιβάδι και η Ανάληψη η Μαλτεζάνα κατά τους Ιταλούς. Στη Χώρα συγκεντρώνεται το σύνολο σχεδόν της ζωής του νησιού.
Είναι χτισμένη πάνω σε μια χερσόνησο που λούζεται σε δυο απάνεμους κόλπους, τον Πέρα Γιαλό αριστερά καθώς κοιτάμε στο πέλαγος και το Λιβάδι δεξιά.
Εδώ ψηλά στα δρομάκια για το Βενετσιάνικο Κάστρο, όλα αποκτούν την ανταύγεια της υπέρβασης. Το Κάστρο με τις δυο κατάλευκες εκκλησίες στέκει αγέρωχο στην κορυφή της χερσονήσου, σηματοδοτώντας την αρχή της εξέλιξης του οικισμού. Οι αέρηδες ανακατώνουν το άρωμα των αιώνων με τη μυρωδιά του φασκόμηλου.
Κοιτάζουμε μέσα από τα άδεια παράθυρα και τις πολεμίστρες. Όλο το νησί μπροστά μας, από τον Αγ. Κωνσταντίνο και το ακρωτήρι Εχειλή, ως τη Μαλτεζάνα και τον Πούλαρη. Κι ολόγυρα νησάκια και βραχονησίδες σαν πατημασιές στο Αιγαίο. Τα Φωκονήσια, η Ποντικούσα, η Οφιδούσσα και οι Κουνούποι.
Το Κάστρο καταλαμβάνει ολόκληρο το πλάτωμα στην κορυφή του λόφου. Στη νότια πλευρά υπάρχει ένας πολεμικός πύργος γνωστός με το όνομα «Σεράϊ» και ανάμεσα στις σκόρπιες κολώνες και τις πελεκητές πέτρες είναι κτισμένες δυο όμορφες εκκλησίες: Η Παναγιά του Κάστρου και ο Άγιος Γεώργιος. Η πρώτη είναι κτισμένη το 1853 και στο εσωτερικό της υπάρχει η κτητορική επιγραφή του 1413 με τους θυρεούς των Γκουερίνι. Η δεύτερη κτίσθηκε το 1790.
Θαρρείς και βρίσκομαι σ ένα τόπο που συναντάει το Θεό σε κάθε στροφή. Το παραδοσιακό σπίτι εκτός από το τζάκι και τις εσοχές στους τοίχους , διαθέτει ξύλινο πατάρι, διακοσμημένο με δαντελωτά ξυλόγλυπτα, το οποίο χρησιμοποιείται για κρεβάτι. Έχει ύψος περίπου δυο μέτρα και για να φτάσει κανείς μέχρι εκεί ανεβαίνει από τη σκάλα που δημιουργούν τρεις κασέλες η μία πάνω στην άλλη. Πλάι στο κρεβάτι τρεις η τέσσερις σειρές σκαλιστά ράφια φτιάχνουν τη «κ ρ ι τ ζ ό λ α» όπου τοποθετούνται τα όμορφα γυαλικά της νοικοκυράς. Ο ξύλινος διάκοσμος του κρεβατιού, της «κριτζόλας», των κουφωμάτων και των ταβανιών είναι δείγματα της υπέροχης ξυλογλυπτικής τέχνης που αναπτύχθηκε στο νησί.
Ξεχωριστό στολίδι της Χώρας είναι οι οκτώ συντηρημένοι ανεμόμυλοι. Κοντά στους ανεμόμυλους και λίγο πιο πάνω από το Δημαρχείο ξεκινούν οι δυο βασικοί δρόμοι που οδηγούν στο Κάστρο. Ο καθένας οδηγεί και σε μια ονομαστή εκκλησία, τη Μονή της Παναγίας της Πορταϊτισσας προς την πλευρά του Λιβαδιού και στη Μεγάλη Παναγιά με βοτσαλοστρωμένη αυλή προς την πλευρά του Πέρα Γιαλού.
Στη μέση περίπου του νησιού η στεριά στενεύει τόσο πολύ που μια λωρίδα γης μόλις 100 μέτρων συνδέει τα δυο τμήματα. Το Στενό, όπως το λένε οι ντόπιοι, χωρίζει την Αστυπάλαια στο ανατολικό Μέσα Νησί και στο δυτικό Έξω Νησί. Η Χώρα βρίσκεται στο έξω νησί και ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος για το Μέσα Νησί περνά δίπλα από τις διαδοχικές παραλίες Μαρμάρι, Στενό, Πλάκες, Μπλέ Λιμανάκι και φτάνει μετά από 9 χλμ. συνολικής διαδρομής στην Ανάληψη ή Μαλτεζάνα.
Οι Πλάκες είναι μια παραλία που δεν θα ξεχάσετε ποτέ. Στο Μπλε Λιμανάκι τα νερά είναι σε αποχρώσεις του σμαραγδιού- θα μπορούσε να λεγόταν και Πράσινο Όνειρο. Απαραίτητα αξεσουάρ το μαγιό για να δροσίζεσαι κι ένα βιβλίο για να διαβάζεις με τις ώρες.
Οι αρχαίοι την ονόμαζαν «Ιχθυόεσσα», ένα όνομα που ανταποκρίνεται πλήρως στις γευστικές απολαύσεις που υπόσχεται η Αστυπάλαια, όπου μπορείτε να απολαύσετε μπαρμπούνια, πετρόψαρα, σαργούς, ροφούς, σκάρους και χταπόδια. Η τοπική κακαβιά και οι χταποδοκεφτέδες αποτελούν θαυμάσια γευστική εμπειρία.
Η Αστυπάλαια εκτός από την ομορφιά της φύσης έχει να προσφέρει και την ομορφιά της μουσικής. Το τοπικό Φεστιβάλ έγινε θεσμός καλοκαιρινός (αρχίζει Ιούνιο, τελειώνει Σεπτέμβριο) και τείνει να εξελιχθεί σε μέσο υποστήριξης του ποιοτικού ελληνικού τραγουδιού. Στα πλαίσια αυτών των εκδηλώσεων κάθε χρόνο ανακηρύσσεται επίτιμος δημότης του νησιού μια προσωπικότητα με πανελλήνια ακτινοβολία - όχι μόνο για το έργο του αλλά και για την κοινωνική ανησυχία και στάση ζωής. Στο παρελθόν επίτιμοι δημότες έχει ανακηρυχθεί ο Θανάσης Βέγγος, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Μάνος Ελευθερίου, ο Άγγελος Δεληβοριάς, ο Διονύσης Σαββόπουλος και πέρυσι ο Παναγιώτης Γιαννάκης. Τέλος στο θερινό σινεμά Αύρα η 7η τέχνη συναντά τη θάλασσα, τα αστέρια και τον ουρανό.
Φεύγουμε από το απάνεμο λιμάνι του Αγ. Αντρέα με το συμπέρασμα ότι μια επίσκεψη ποτέ δεν φτάνει, μια φορά είναι λίγη.
Πως θα πάτε:
Συνδέεται αεροπορικώς με την Αθήνα και με τη Ρόδο.
Ακτοπλοϊκώς υπάρχουν αναχωρήσεις από τον Πειραιά. Η Αστυπάλαια απέχει 169 ν.μ. από τον Πειραιά και σχεδόν εξ ίσου από τη Σαντορίνη, την Αμοργό και την Κω.
Όσοι έχετε δικό σας σκάφος θα βρείτε πολλά φυσικά λιμάνια και υπήνεμους όρμους. Εκτός από το νέο λιμάνι στον Άγιο Ανδρέα, υπάρχουν το Βάϊ, το Βαθύ, το Λιμνιονάρι, το Αγριλίδι, ο Σχοινώντας, η Μαλτεζάνα (θυμίζει τη Σούδα) και ο Πέρα Γιαλός, το παλιό λιμάνι που το πιάνει ο σορόκος.